- σαμοθήριο
- το, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που έζησαν κατά το κατώτερο πλειόκαινο στην Βεσσαραβία, στην Ελλάδα, στην Περσία και στην Κίνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. samotherium (< Σάμος + θηρίο)].
Dictionary of Greek. 2013.